τετραγωνικοῦ

τετραγωνικοῦ
τετραγωνικός
of a square
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • μπαρ — Μονάδα μέτρησης ίσης προς 10 δύνες ανά τετραγωνικό εκατοστό (ισοδύναμη προς ένα εκατομμύριο βαρίδες). Στη μετεωρολογία χρησιμοποιείται σήμερα διεθνώς ένα υποπολλαπλάσιο του μπαρ, το μιλιμπάρ (mb), δηλαδή το ένα χιλιοστό του μ. (χιλιοστόβαρο), που …   Dictionary of Greek

  • έπαρμα — (I) (AM ἔπαρμα, το) [επαίρω] νεοελλ. 1. ιατρ. μέρος ενός οστού που εξέχει ή εξόγκωση άλλου οργάνου τού σώματος 2. ναυτ. «έπαρμα ιστίου» το ύψος κάθε τετραγωνικού ή σταυρωτού ιστίου, το ισάρισμα μσν. αρχ. 1. ό,τι προεξέχει, ύψωμα, προεξοχή 2.… …   Dictionary of Greek

  • δεκατόμετρο — Μονάδα που ισοδυναμεί με ένα δέκατο του μέτρου (σύμβ. dm). Το τετραγωνικό δ. είναι μέτρο επιφάνειας, ισοδύναμο με τετράγωνο που έχει πλευρά ενός δ. (συμβ. dm2). Το κυβικό δ. είναι μονάδα μέτρησης όγκου, ισοδύναμη με κύβο ακμής ενός δ. (συμβ. dm3) …   Dictionary of Greek

  • ζιρκόνιο — Ορυκτό, πυριτικό άλας του ζιρκονίου με χημικό τύπο ZrSiO4. Ανήκει στην ομάδα των πυριτικών ορυκτών, κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του τετραγωνικού συστήματος, με στηλοειδή μορφή και με πυραμίδες. Συνήθως, το χρώμα του είναι καστανό ή καστανέρυθρο …   Dictionary of Greek

  • μιλιμπάρν — το μετρολ. μονάδα επιφάνειας η οποία χρησιμοποιείται κυρίως στην ατομική και στην πυρηνική φυσική, έχει σύμβολο mb και ισούται προς το ένα χιλιοστό τού μπαρν ή προς 10 31 τού τετραγωνικού μέτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μιλι ] …   Dictionary of Greek

  • παλάμη — (I) και απαλάμη, η (ΑΜ παλάμη) 1. η εσωτερική επιφάνεια τού χεριού ανάμεσα στον καρπό και στα δάχτυλα, η χούφτα ή φούχτα 2. το χέρι («παλάμη δ ἔχε χάλκεον ἔγχος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. μονάδα μήκους ίση με το 1/10 τού μέτρου, μονάδα επιφάνειας ίση… …   Dictionary of Greek

  • βελοστοματίδες — (belostomum). Γένος ημιπτέρων εντόμων της οικογένειας των υδροκοριδών. Είναι έντομα μεγάλα (το μέγεθός τους φτάνει τα 11 εκ.) και έχουν σώμα μακρουλό με τραπεζοειδή προθώρακα και μακριά έλυτρα. Τα πόδια τους είναι πολυαρθρωτά και καταλήγουν σε… …   Dictionary of Greek

  • καλομέλας — Ορυκτό αποτελούμενο από χλωριούχο υδράργυρο με χημικό τύπο HgCl ή Hg2Cl2. Κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του τετραγωνικού συστήματος σχηματίζοντας συνήθως λεπιδοειδή συσσωματώματα. Παρουσιάζει σκληρότητα 1 2 στην ορυκτολογική κλίμακα και ειδικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”